- καποτάστο
- τομουσ. κινητό μικρό ραβδί που προσαρμόζεται κάθετα στο ανώτερο σημείο τής λαβής μερικών έγχορδων οργάνων, κυρίως τού μαντολίνου και τής κιθάρας, και χρησιμεύει στη ρύθμιση τού ήχου τών χορδών τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capotasto].
Dictionary of Greek. 2013.